Είχε μια συνηθισμένη όψη. Μιας
γυναίκας που δεν την απασχολούσε η ομορφιά της πια. Γιατί απλώς κάποτε υπήρξε πολύ
όμορφη. Κι ούτε γύριζε συνήθως να κοιταχτεί στους καθρέφτες και στις βιτρίνες
του δρόμου. Κι αν τόκανε καμιά φορά ήταν
από σύμπτωση. Ή από μια αλλόκοτη ανάγκη να αισθανθεί την παρουσία της. Αφού
πολλές φορές ένιωθε αόρατη, σε παράλληλη τροχιά με τους άλλους, ή ακόμη και
διασταυρούμενη να διαπερνά το σώμα των αλλόφρονων περαστικών. Καμιά ματιά,
κανένα τυχαίο άγγιγμα, τόσα χρόνια σε τούτη την πόλη.
Όταν τον είδε απέναντί της
επιτάχυνε το βήμα της. Ήξερε πως κι αυτός θα περάσει μέσα της και θα
προσπεράσει, σαν να μην είχε υπόσταση, σαν να μην είχε ύλη. Απέφυγε επιμελώς το
βλέμμα του -τόσα χρόνια τόσα κενά μάτια- και αφέθηκε στη νομοτέλεια της αστικής
ρομποτικής συμπεριφοράς. Δήθεν ξένοι, δήθεν άγνωστοι, σαν να μη ρέει το ίδιο
αίμα μέσα μας, σαν να μη σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα, σαν να ‘μαστε άλλοι.
Το είχε συνηθίσει άλλωστε αν και στην
αρχή της φαινόταν παράλογο. Μόνο στα βιβλία και στις ταινίες είχε οντότητα.
Εκεί ήταν παρούσα. Και στις συνομιλίες της με παιδιά. Για όλα τ΄ άλλα είχε τοποθετήσει
ένα μυστικό υποδόριο κοντρόλ, μάλλον κάπου πίσω από τα βλέφαρα, ή ίσως στον
αριστερό της λοβό και ρύθμιζε την ένταση του αλλόκοτου. Στην αρχή ήταν σαν
παιχνίδι. «Κάνε ό,τι κάνω». Μετά έγινε συνήθεια. Και στη συνέχεια ανάγκη.
Ο άνθρωπος με το μακρύ παλτό και
το παλιομοδίτικο καπέλο όλο και την πλησίαζε. Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να
συνεχίσει τη σκέψη πως είναι «σαν κι αυτή», πως σε άλλες εποχές, σε άλλη πόλη,
ίσως τη φλέρταρε, ίσως ανταλλάζανε ματιές, ή απλώς να λέγανε μια καλημέρα.
Υπήρχε ένα αυτόματο delete στο
σύστημα αυτοελέγχου της που απέκλειε τέτοια ενδεχόμενα. Όχι γιατί δεν ήταν
διαθέσιμη, ή γιατί είχε απωθήσει από μέσα της την ανθρωπιά. Αλλά γιατί οι
λογάριθμοι του προγράμματος ήταν αμείλικτοι. Η πολυπλοκότητα έτσι κι αλλιώς
καθόριζε τη ζωή αυτής της πόλης. Και τη δική της.
Όταν λοιπόν στάθηκε απέναντί της,
όταν τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της, κατάλαβε πως το σύστημα έπαθε
εμπλοκή. Πως τα δεδομένα χάθηκαν και προσωρινά η οθόνη έδειχνε “error”. Γύρισε αμήχανα για να
αποφύγει τις συνέπειες του τυχαίου και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του πολυκαταστήματος δίπλα της.
Κανένα είδωλο. Καμιά αντρική φιγούρα απειλητική απέναντί της. Μόνο μια παγωμένη
λίμνη. Κι από πάνω της αποδημητικά πουλιά που δεν έβρισκαν τροφή και πετούσαν
βιαστικά. Ανάμεσά τους μια μικρούλα καρδερίνα
που πάγωνε και ένας κορμοράνος μ΄ ένα παράξενο τσουλούφι στο κεφάλι.
Όταν ανοίγεις ένα βιβλίο, ή
βλέπεις μια ταινία, είναι επιλογή σου να χαθείς σε προαιώνια δάση. Είσαι
προετοιμασμένος. Εξάλλου υπάρχουν και οι ανάλογες προδιαγραφές στο λογισμικό. «Κλικ
στο όνειρο, κλικ στην πραγματικότητα». Όχι όμως κι όταν κοιτάζεσαι σ΄ ένα
καθρέφτη στο δρόμο, για να αποφύγεις το
βλέμμα ενός αγνώστου. Και ιδίως όταν το control panel είναι
εκτός ελέγχου. Όταν η πολυπλοκότητα καταρρέει γίνεσαι ευάλωτος. Στην εντροπία ή
στον έρωτα.
Είχε μια συνηθισμένη όψη. Μιας γυναίκας που δεν την
απασχολούσε η ομορφιά της πια. Γιατί σίγουρα κάποτε υπήρξε πολύ όμορφη. Κι ούτε
γύριζε συνήθως να κοιταχτεί στους καθρέφτες και στις βιτρίνες του δρόμου. Κι
αν τόκανε καμιά φορά ήταν από καθαρή σύμπτωση.
Ή ίσως από μια αλλόκοτη ανάγκη να αισθανθεί την παρουσία της. Να νιώσει η ηρωίδα
της ημέρας. Η ηρωίδα τούτης της πόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου