Δεν ταΐζω ποτέ δημοσίως τα
περιστέρια. Κι απεχθάνομαι τις σκηνές στα πάρκα και στις πλατείες που τα
κουλούρια κακομαθημένων παιδιών,
μαζεύουν ένα σύννεφο από δαύτα τριγύρω τους. Άχαρο σκηνικό μιας στοχευμένης
σκηνοθεσίας. Μια σκηνή στημένης τρυφερότητας, μέσα σε ένα τοπίο αστικής
αναλγησίας. Και στη συνέχεια το ανελέητο κυνήγι. Οι μικροί «αθώοι» θύτες,
γεμάτοι χαρά. Τα φτερωτά όντα γεμάτα πανικό.
Πόσο ανάλαφρος γίνεται ο τρόμος όταν δεν μας αφορά. Σκορπίζεται τριγύρω,
πετάει μακριά, βαραίνει στην ατμόσφαιρα, αλλά εμείς παραμένουμε ψύχραιμοι και κυρίως
ένθεοι παρατηρητές του κόσμου.
Ένα τρομαγμένο περιστέρι λοιπόν
είναι η ψυχή αυτής της πόλης. Που ανύποπτο πλησιάζει τα ψίχουλα. Η επιβίωση
είναι ένστικτο. Και το κυνήγι είναι ένστικτο. Για την επιβίωση όμως. Δεν το
ξέρουν αυτό τα περιστέρια. Ούτε τα μικρά παιδιά που τρίβουν το κουλούρι τους
στις πλατείες. Οι προθέσεις όμως ανιχνεύονται όταν η σκηνή εκτυλίσσεται. Ενίοτε
απαθανατίζονται οι σπίθες τους στο
βλέμμα των πιτσιρικάδων, σαν αστραπές σε τοπίο γαλήνιο. Και στη χαμηλή και
απεγνωσμένη πτήση των πουλιών. Στις φωτογραφίες των περιχαρών γονέων που
σκηνοθέτησαν το «παιχνίδι» αφαιρούνται με ψηφιακή επεξεργασία οι γρατσουνιές
και οι αιχμηρές λεπτομέρειες του συμβάντος. Κανένα στοιχείο δεν μαρτυρά πλέον
την αποτρόπαια πράξη. Τι πιο αθώο από
ένα παιδί να χαίρεται κυνηγώντας περιστέρια;
«Τι γράφεις με ρώτησε;» Κάθισε
δίπλα μου στο παγκάκι. Στον ώμο του κούρνιαζε ένα περιστέρι. Έψαξα για τα ψίχουλα. Για το παιδί
στο βλέμμα του. Τίποτα. Μόνο δυο άδειες κόχες τα μάτια του κι ένα αδέξιο
ημικύκλιο για χαμόγελο. Όσο για τα ψίχουλα… Ένας άστεγος πού να τα βρει τα
ψίχουλα;
«Κάτι δικά μου» απάντησα αμήχανα και
απομακρύνθηκα από τη σκηνή. Ως ντροπαλή θεατρίνα που κρύβεται πίσω από την
κουίντα. Για να χειροκροτήσει μόνη της το μεγάλο πρωταγωνιστή. Αυτόν που
στέκεται ρακένδυτος στη σκηνή με ένα περιστέρι στον ώμο.
«Δεν ταΐζω ποτέ τα περιστέρια.
Πώς θα μπορούσα άλλωστε;» Ήταν η τελευταία του ατάκα.
Δεν ξέρω αν αυτή η παράξενη
συνάντηση ήταν αποκύημα της φαντασίας μου, ή θραύσμα από κάποια ταινία ή
βιβλίο, από τα χιλιάδες μέσα μου. Αν ήταν ο ίδιος ο Ταρκόφσκι ή ο Καμύ ο
ζητιάνος που μου ζήτησε το πρωί ένα ευρώ στη μέση της πλατείας. Μα θα ορκιζόμουν
πως στον ώμο του κούρνιαζε ένα ζωντανό περιστέρι. Ένα περιστέρι που το τρόμαξαν
«αθώα» παιδικά παιχνίδια και βρήκε
καταφύγιο εκεί. Και είμαι επίσης βέβαιη
πως ήταν η ψυχή αυτής της πολιτείας.
1 σχόλιο:
Για τα περιστερια
δεν εχω να σχολιασω τιποτα
Αλλα μονο να πω οτι
μ΄αρεσουν πολυ οι μουσικες επιλογες σου εδω.....
Δημοσίευση σχολίου