Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

one way ticket


«Ένα εισιτήριο παρακαλώ». Η φωνή της ακούστηκε σιγανά, αλλά αποφασισμένη. «Για Λαμία;» ρώτησε ο κύριος μέσα από το γκισέ. «Ναι» απάντησε εκείνη, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ακριβώς τι έκανε. «Με επιστροφή;» ξαναρώτησε ο υπάλληλος. «Όχι» αναρωτήθηκε εκείνη.

Αυτό ακριβώς το σκηνικό είχε ξαναπαιχτεί σε ελαφριά παραλλαγή πριν λίγα λεπτά, στο ταξί. «Πού πάτε;» τη ρώτησε ο ταξιτζής». «Στο ΚΤΕΛ» απάντησε εκείνη. «Σε ποιο ΚΤΕΛ Πελοποννήσου ή το άλλο;» και την κοίταξε περίεργα από τον καθρέφτη. «Το άλλο» αναρωτήθηκε  και αμέσως μετά χάθηκε στις σκέψεις της.

Ωστόσο αυτοί οι διάλογοι την επανέφεραν για λίγο στην πραγματικότητα. Όπου οι άνθρωποι χρειάζεται να επικοινωνούν για τα στοιχειώδη. Και μόνο γι΄ αυτά. Και αυτό έκανε την απόφασή της ακόμη πιο ισχυρή. Σχεδόν αμετάκλητη.

Ήταν τέλη Μαΐου. Μια άνοιξη ανυπόφορη στο έμπα και στο φεύγα της, με μικρά αλλόκοτα παιχνιδίσματα τέλειωνε. Το επερχόμενο καλοκαίρι της έκλεινε συνωμοτικά το μάτι. Πώς να αρνηθεί κανείς σε ένα φιλοπαίγμον θέρος; Πώς να μην υποκύψει στους υπαινιγμούς του; Έπρεπε λοιπόν να ξεμπερδέψει με την άνοιξη. Μια και καλή.

Το ταξίδι ήταν άνετο. Το λεωφορείο των δώδεκα που επιβιβάστηκε ήταν σχεδόν άδειο. Καθόταν μόνη της στο διθέσιο κάθισμα και έβλεπε την πόλη να τελειώνει έξω από το παράθυρό της. Να σβήνει από τα μάτια της, όπως σβήνουν τα λάθη, όπως κλείνουν οι πόρτες όταν φυσάει δυνατά ο αέρας. Κανένα συναίσθημα. Ούτως ή άλλως δεν καταγράφεται η συσσωρευμένη αγανάχτηση. Γίνεται φυγή και διαρρέει. Σε ΚΤΕΛ και σε σταθμούς.

Στη μισή διαδρομή διάβαζε ένα βιβλίο. Στην ουσία προσποιούταν τη φυσιολογική στον άντρα που την κοίταζε επίμονα από το απέναντι κάθισμα. Μια ζωή αυτό έκανε εξάλλου. Η σκέψη αυτή την αναστάτωσε. Έκλεισε βιαστικά το βιβλίο, ναι όπως κλείνει μια πόρτα στον αέρα, όπως σβήνει μια πόλη στα μάτια σου και τον κοίταξε διερευνητικά. Πάντα άλλωστε αναρωτιόταν πώς μπορούν οι άντρες να κοιτούν αδιάκριτα και επίμονα μια γυναίκα.   

Η πόλη είχε οριστικά σβήσει. ΄Ολες οι πόρτες πίσω της είχαν ορμητικά κλείσει. Και ο άνεμος είχε καταλαγιάσει. Στο παράθυρό της μόνο η θάλασσα. Αυτή που πάντα άφηνε, γιατί υπήρχαν άλλες προτεραιότητες, τώρα της όριζε το βλέμμα. Η θάλασσα και εκείνος ο άγνωστος που καθρεφτίζονταν στο τζάμι.

Εκείνη τη στιγμή ήταν που χτύπησε το κινητό της. Την ώρα που ήθελε να δραπετεύσει, να γίνει ένας από τους γλάρους σε κείνη την προκυμαία που έβλεπε, ένας ήχος υπόκωφος, ένα τραγούδι που άλλοτε  λάτρευε βίαζε την επιθυμία της. Σαν σε όνειρο που δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Κι έρχονται όλα πάλι μπροστά σου. Η κλήση στην οθόνη, ποτέ δεν σβήστηκε, τίποτα, καμιά πόρτα δεν έκλεισε και άλλη πόλη μπροστά σου τσιμεντένια απλώνεται ξανά.

Ήξερε κατά βάθος πως η πόλη, οι πόρτες, τα λάθη, ο άγνωστος άντρας, οι δήθεν απεγνωσμένες κλήσεις ήταν ένα τελευταίο άλλοθι. Οι Λαιστρυγόνες, οι Φαίακες και οι Λωτοφάγοι όλοι σε μια απέραντη ματαιότητα. Άνοιξε το βιβλίο της και βυθίστηκε, αυτή τη φορά διαβάζοντας πίσω από τα γράμματα.

Κατέβηκε στην πρώτη στάση. Δεν συγκράτησε το όνομα της επαρχιακής παραθαλάσσιας κωμόπολης. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε αποσκευές. Μόνο ένα εισιτήριο απλής διαδρομής.

Στη ρεσεψιόν της ζήτησαν ταυτότητα. Δεν είχε μαζί της. Δεν επέμεναν ωστόσο. Της έδωσαν το κλειδί και της ζήτησαν να πληρώσει προκαταβολικά τη διανυκτέρευση. Έδωσε όλα τα χρήματα που είχε μαζί της. Ήταν ένα ακριβό παραθαλάσσιο θέρετρο, το πρώτο που βρέθηκε μπροστά της.

Το δωμάτιο ήταν στο δεύτερο όροφο. Ρομαντικά διακοσμημένο με θέα στην πισίνα και στη θάλασσα. Φοίνικες πλαισίωναν τη μπαλκονόπορτα με τις ανοιχτές κουρτίνες. Ένα μπουκάλι παγωμένο κρασί και φρούτα σ΄ ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι.  Κι ένα κρεβάτι τεράστιο.

Υπάρχουν στιγμές που έχεις ανάγκη να τις ξαναζήσεις.  Κάπως αλλιώς. Να αναπλαισιώσεις τις λεπτομέρειες, να γεμίσεις τα κενά τους. Η μνήμη είναι μια αμφίδρομη πορεία. Αυτό το κρεβάτι, σ΄ αυτό το δωμάτιο δεν ήταν ένα λάθος, μια πόρτα ακόμη που έκλεισε ορμητικά. Ο χρόνος πάντα συμπυκνώνεται και γίνεται απότομα ρευστός αυτές τις στιγμές.

Εξάλλου δεν ήταν σίγουρη. Πού βρισκόταν άραγε εκείνο το μεσημέρι της τελευταίας ημέρας της άνοιξης; Η φυγή της ήταν τελεσίδικη, όπως ταιριάζει στις φυγές. Έβαλε στο κολονάτο ποτήρι κρασί, κουλουριάστηκε στο πάτωμα δίπλα από τη μπαλκονόπορτα και χάζευε τους λιγοστούς θαμώνες. Ανάμεσά τους είδε και τον άγνωστο άντρα του λεωφορείου. Καθόταν σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο κύμα με μια που της έμοιαζε. Τα χέρια τους αγγίζονταν πάνω από τα πιάτα και  τα ποτήρια και τα μάτια τους ήταν βυθισμένα στη θάλασσα.

Άνοιξε αποφασιστικά την τσάντα της και άγγιξε το εισιτήριο, όχι το χάρτινο, αυτό το «Αθήνα-Λαμία» αλλά το άλλο, το σάρκινο. Μονής διαδρομής κι αυτό. Ήταν δυο φυλλαράκια πράσινα σε ένα σακουλάκι τροφίμων. Φαινομενικά αθώα, αλλά εκείνη ήξερε καλά το ταξίδι. Τα χάιδεψε πάνω από το πλαστικό, ενώ ο ήλιος του μεσημεριού ζέσταινε τη ράχη της. Ο άγνωστος –γνωστός της-άνδρας στο παραθαλάσσιο τραπεζάκι φιλούσε τώρα τρυφερά τη γυναίκα που της έμοιαζε. Φαινόταν σαν το πρώτο τους φιλί.

Το κώνειο είναι ένα ισχυρό δηλητήριο. Γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων. Όταν έκοψε τα δυο φυλλαράκια από το Βοτανικό Κήπο, το έκανε με μια δόση φιλαρέσκειας και υπερβολής. Τα έβαλε στην τσάντα της προσεχτικά να μην τη δουν οι φύλακες. Μέρες μετά διάβασε λεπτομερώς για τις ιδιότητες του φυτού στο διαδίκτυο.

Ξύπνησε πιασμένη και ζαλισμένη μες στη νύχτα. Το ωραίο κρεβάτι άθικτο. Στην πισίνα κανένας. Το ταβερνάκι που ο άντρας και η γυναίκα  αντάμωσαν, άδειο. Ο ορίζοντας γεμάτος χρώματα. Μια νέα μέρα άρχιζε. Μέρα καλοκαιριού. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τόσο όμορφη Ανατολή. Οι άνθρωποι συνηθίζουμε να θαυμάζουμε τη δύση , να φωτογραφίζουμε τα δειλινά. Οι ανατολές πάντα παραμένουν στο παρασκήνιο. Κι όταν όλα τριγύρω δύουν , τότε επιβάλουν την παράφορη αισιοδοξία τους. Σηκώθηκε αργά από το πάτωμα. Σχεδόν νωχελικά, όπως ξυπνάνε οι εραστές.

Πήρε το πρώτο λεωφορείο για την Αθήνα. Πέταξε στον κάδο απορριμμάτων το σακουλάκι με τα φυλλαράκια, όπως πετάει κανείς κάτι που δεν του χρειάζεται. Σ΄ αυτόν αλλά και σε κανέναν άλλον.
Χώθηκε στο διπλό κάθισμα του λεωφορείου ρουφώντας κάθε απόχρωση από την ανατολή που έσβηνε σιγά σιγά. Η θάλασσα έμενε πίσω της, οι αγαπημένοι στον έρωτά τους, εκείνη βυθισμένη σε μια θολή ενοχή… Μα κατά βάθος ήξερε πως πάντα η άνοιξη τη διέλυε. Κι έπρεπε κάτι να κάνει επειγόντως να υποδεχτεί το καλοκαίρι.

Καμιά αυταπάτη. Ζωή μόνο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: