Μικρή νόμιζα πως οι τέσσερις εποχές είναι τέσσερα παράξενα
δωμάτια, σε ένα σπίτι που πάντα ζούσα τις νύχτες, στα όνειρά μου. Τέσσερα δωμάτια ολοστρόγγυλα
που έπρεπε να τα εξερευνήσω, ν΄ ανακαλύψω τα μυστικά τους, ν΄ ανοίξω όλα τα
συρτάρια, να ψηλαφίσω τα αντικείμενα και να συνομιλήσω με τις μορφές που
συναντούσα εκεί. Άλλοτε ένα μωβ χελιδονάκι, άλλοτε μια τρυφερή αρκούδα, ένα
ζωηρό σκιουράκι ή ένα φλύαρο δελφίνι. Δεν υπήρχαν πόρτες ή παράθυρα στα δωμάτια
αυτά. Μόνο τοίχοι φτιαγμένοι από διάφανες βελανιδιές, σύννεφα και αράχνες. Στις
καμπύλες τους υπήρχαν μικρές ρευστές αναμνήσεις από τη ζωή της ημέρας. Το
πάνινο αρκουδάκι μου, το ποδήλατό μου, το βιβλίο με τα τρένα, η φέτα με το ψωμί
και τη ζάχαρη. Αρκεί να έπιανα ένα από
αυτά τα αντικείμενα για να βγω από το
παράξενο αυτό δωμάτιο και να βρεθώ στο
γνώριμο κόσμο της ημέρας.
Αυτό που πάντα μου
προκαλούσε την περιέργεια ήταν οι πίνακες που ήταν κρεμασμένοι στις καμπυλωτές
επιφάνειες. Κάθε ζωγραφιά ήταν ένα ταξίδι για μένα. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να
είναι διαφορετικά, αφού ήμουν κι εγώ ζωγραφισμένη σε όλους τους πίνακες. Με άλλη
φορεσιά σε κάθε εποχή, μα πάντα με τα
μαλλιά μου ανακατωμένα από τον ύπνο και το δάχτυλό μου να στριφογυρίζει
αμήχανα στις μπούκλες. Γιατί αυτοί οι πίνακες των ονείρων μου δεν ήταν
συνηθισμένοι. Πότε έρεαν σαν ποταμάκια, πότε ξεχύνονταν ορμητικοί μέσα στο
δωμάτιο, πάνω από το κρεβάτι μου. Είχαν την κίνηση του ανέμου και της βροχής,
τους ήχους της θάλασσας, το άγγιγμα μιας ανεμώνας, την πτώση των φθινοπωρινών
φύλλων και την τρυφερότητα των κυκλάμινων.
Το δωμάτιο του χειμώνα ήταν βορινό. Το διέσχιζα γρήγορα
φορώντας παγοπέδιλα και γυαλιά του σκι. Τα βουνά και τα φαράγγια του ήταν στη
μέση. Όταν η ομίχλη αραίωνε μπορούσα να δω τους τοίχους και να γλιστρήσω ως
εκεί. Έμπαινα στις ζωγραφιές του πάντα
φορώντας το κόκκινο παλτό μου και τα μαύρα λουστρίνια. Συνήθως με ακολουθούσε ένα πολύχρωμο πουλί,
ελπίζοντας να βρει σπόρους στα χνάρια μου. Έτσι αν κι έχανα πάντα το μονοπάτι
της επιστροφής, είχα τουλάχιστον ένα σύντροφο στα ταξίδια . Οι ζωγραφιές του
χειμώνα έχουν ζεστά χρώμα. Είναι φτιαγμένες από λιωμένο κεχριμπάρι και οι
στιγμές τους διαρκούν πολύ. Μέσα τους ζουν παγιδευμένα έντομα, ζώα σε χειμέρια
νάρκη, κυνηγοί που χάθηκαν στα παραμύθια. Περιμένουν το χελιδόνι να
τρυπήσει τον τοίχο της βελανιδιάς, να
διαλυθεί το σύννεφο, να έρθει η άνοιξη…
Το δωμάτιο της
άνοιξης ανατολικό. Διάφανο και πολύβουο. Ποδηλάτισσα εγώ, φόρεμα πικέ,
πορτοκαλί με γεωμετρικές μαργαρίτες. Κι ένα καπέλο Αρλεκίνου, αποκριάτικο.
Φοβάμαι να διασχίσω το ολάνθιστο λιβάδι.
Να μην τραυματίσω με τις ρόδες μου τους μενεξέδες, μην ξαφνιάσω με το
κουδουνάκι τις ανύποπτες ανεμώνες. Έτσι ακολουθώ το πέταγμα του μαγεμένου
χελιδονιού και ποδηλατώ στον αέρα. Οι ζωγραφιές της άνοιξης έχουν
συνήθως σκληρά χρώματα. Είναι φτιαγμένες από συμπαγείς δέσμες φωτός που
αντέχουν στις αλλόκοτες μετατροπές των μίσχων. Μέσα τους ζουν διϋλισμένα τα πάθη μιας καθολικής επικονίασης, οι ωραίες
κοιμωμένες και οι σφίγγες. Οι
πεταλούδες μόνο δεν αντέχουν και
πεθαίνουν μόλις αγγίξεις τα φτερά τους. Και τα ηλιοτρόπια. Στρέφουν το κεφάλι τους συνεχώς να δουν από πού θα
έρθει το καλοκαίρι…
Νότιο το δωμάτιο του καλοκαιριού. Ένα θαυμαστό
ενυδρείο. Με το ολόσωμο ριγέ μαγιό μου
και ουρά γοργόνας, κολυμπώ ανάμεσα σε δελφίνια και μικρά γαλάζια ψάρια. Πάνω σε
μια σκουριασμένη άγκυρα κάθεται η γιαγιά μου και μου διαβάζει ποιήματα. Μαζεύω
από το βυθό νομίσματα γύρω από έναν σπασμένο αμφορέα. Δε βιάζομαι. Είναι το
αγαπημένο μου δωμάτιο. Ο ήχος του νερού είναι η πατρίδα μου. Εκεί συναντώ όλους
όσους έχασα. Οι ζωγραφιές του καλοκαιριού έχουν ψυχρά χρώματα. Είναι φτιαγμένες
από το λευκό μάρμαρο των αναμνήσεων.
Μέσα τους ζουν ιππόκαμποι,
επιθυμίες και αυγουστιάτικα φεγγάρια. Μόνο τ΄ άστρα λιποψυχούν και δραπετεύουν από αυτή την
πυκνότητα της μνήμης. Η προαιώνια λάμψη τους ήδη ταξιδεύει για το φθινόπωρο…
Το δωμάτιο του φθινοπώρου είναι δυτικό. Πρέπει να προσέχω
εδώ! Οι κίτρινες γαλότσες μου γλιστρούν
πάνω στα πεσμένα φύλλα, προκαλούν πανικό
στα ντροπαλά κυκλάμινα και τρέπουν σε φυγή τις πυγολαμπίδες. Στο ξέφωτο του δάσους παίζω κρυφτό με μια
αθώα μικρή αλεπού. Την ξεγελώ και κρύβομαι στη σπηλιά μιας Αμαδρυάδας. Οι ζωγραφιές του φθινοπώρου
έχουν ευαίσθητα χρώματα. Είναι συνήθως
ουράνια τόξα που με ειδική επεξεργασία ελεγχόμενης συμπύκνωσης και
αραίωσης γίνονται άλλοτε αλμυρά και υγρά σαν δάκρυα κι άλλοτε ρευστά και πικρά σαν
το χρόνο. Μέσα τους ζουν αιωνόβια δέντρα, ξωθιές, νάνοι, και η αδράνεια. Μόνο
μια ξαφνική καταιγίδα μπορεί να ανατρέψει αυτό τον πανχρωματικό τοίχο της
σοφίας και να δημιουργήσει μια ρωγμή. Απ όπου θα μπει μανιασμένος ο χειμώνας…
Μικρή νόμιζα πως οι
τέσσερις εποχές είναι τέσσερα παράξενα δωμάτια σε ένα σπίτι που πάντα ζούσα τις
νύχτες, στα όνειρά μου.
4 σχόλια:
Πολύ ωραία ιστορία! Διάβασα και άλλες αναρτήσεις σου και μου άρεσε ο τρόπος γραφής σου!
Gina ευχαριστώ! Καλώς ήρθες στις μωβ στιγμές μου...
..υπέροχο!!!! τυχερός εγώ, τυχεροί κι όσοι διαβαίνουν το λογοτεχνικό σου κατώφλι!!!!
ευχαριστώ και πάλι!!!
Δημοσίευση σχολίου